- διάφαρος
- διαφαροςA
χιτών
made in two pieces,EM
175.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιτών
made in two pieces,EM
175.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάφαρος — επίθ. (Α) ο κατασκευασμένος από δύο κομμάτια … Dictionary of Greek